Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Πίνδαρος - Τέταρτος Πυθιόνικος (Μετάφραση)

4ος Πυθιόνικος


 ΑΡΚΕΣΙΛᾼ ΚΥΡΗΝΑΙῼ, ΑΡΜΑΤΙ


Σήμερα πρέπει να σταθείς δίπλα σε έναν άνδρα αγαπημένο σε εμένα, τον βασιλιά της Κυρήνης, που είναι περίφημη για τα ωραία άλογα,  μαζί με τον Αρκεσίλαο που γιορτάζει τη νίκη (κωμάζοντι), Μούσα, άυξησε τον τον ούριο άνεμο των ύμνων, ο οποίος (άνεμος) οφείλεται στα παιδιά της Λητούς και στην Πυθώ, όπου κάποτε καθόταν η ιέρεια δίπλα στους χρυσούς αετούς του Δία, ο Απόλλων έτυχε να βρίσκεται στον τόπο του (ούκ απόδημος) και προφήτευσε οτι ο Βάττος θα γίνει ο οικιστής της Λιβύης που είναι πλούσια σε καρπούς, πως αφού εγκαταλλείψει το ιερό νησί (Θήρα) θα κτίσει πόλη που θα έχει πολλά άρματα, 
πάνω σε έναν λευκό λόφο (στήθος).

Και πως θα εκπληρώσει τον λόγο της Μήδειας μετά από δεκαεπτά γενιές, (που ειπώθηκε) κάποτε στην Θήρα, της ισχυρής κόρης του Αιήτη, που εκστόμισε από το αθάνατο στόμα της, η βασίλισσα της Κολχίδας.

Έτσι μίλησε στους ημίθεους νάυτες του πολεμιστή Ιάσονα:

(Λόγος Μήδειας)

Στίχ. 11 ''Ακούστε, γιοί μεγαλόκαρδων (γενναίων) ανδρών και θεών,  λέω οτι κάποτε, από αυτή την θαλασσοδαρμένη γή, θα φυτευθεί, στην κόρη του Έπαφου (Λιβύη) ρίζα πόλεων περίφημων για τους θνητούς, στο ναό του Άμμωνος-Δία. 

Και, τα δελφίνια με κοντά πτερύγια (=βάρκες), θα ανταλλαχθούν με γρήγορα άλογα, και τα ηνία αντί για τα κουπιά, θα κυβερνούν άμαξες με άλογα αφηνιασμένα. Εκείνος ο οιωνός, θα πραγματοποιήσει να γίνει η Θήρα μητρόπολη μεγάλων πόλεων.

Τον οποίο οιωνό, κάποτε ο Εύφημος, στις ακτές της λίμνης Τριτωνίδας, όταν είδε τον θεό (Τρίτωνα) με μορφή άνδρα να του δίνει χώμα ώς ένδειξη φιλοξενίας, αφού κατέβηκε από την πλώρη του καραβιού, το δέχτηκε- ενώ ο πατέρας Ζεύς, γιός του Κρόνου, για αυτά βρόντηξε ευοίωνη αστραπή.

Τότε, μας πέτυχε (ή συνάντησε) ενώ κρεμούσαμε την φτιαγμένη από ασήμι άγκυρα, μπροστά απ'το καράβι- το χαλινάρι της γρήγορης Αργούς. Δώδεκα μέρες πρίν, κουβαλούσαμε από τον Ωκεανό στην ερημωμένη πλάτη της Γής το θαλασσινό ξύλο, ακολουθώντας τις συμβουλές μου.

Τότε ήλθε σε εμάς ένας μοναχικός θεός, παίρνοντας την χαρούμενη μορφή ενός σεβαστού άνδρα. Ξεκίνησε με φιλικά λόγια: οτι πρώτα σε εκείνους που μόλις έφτασαν, προσφέρουν οι οικοδεσπότες (ευεργέτες) δείπνα.

Αλλά όμως η δικαιολογία της γλυκιάς επιστροφής μας εμπόδιζε να παραμείνουμε. Είπε, οτι ήταν ο Ευρύπυλος, γιός του αθάνατου (Ποσειδώνα) που κυριαρχεί στη Γή και προκαλεί σεισμούς. Κατάλαβε οτι βιαζόμασταν αυτός, αφού άρπαξε από την Γή με το δεξί του χέρι, ένα τυχαίο δώρο φιλοξενίας. Επεζήτησε να μας το δώσει. Ο ήρωας (Εύφημος) δεν αρνήθηκε, αλλά πηδώντας από την ακτή, στηρίζοντας ο ένας το χέρι του άλλου, δέχτηκε τον θεϊκό σβώλο.

Έμαθα όμως, οτι αυτός (ο σβώλος) παρασύρθηκε από το καράβι ένα δειλινό, και οτι περιπλανιέται στη θάλασσα μαζί με το κύμα,  ακολουθώντας την υγρή έκταση. Εγώ βέβαια, προέτρεπα τους συντρόφους, που συμπαραστέκονταν στους κόπους,  αυτόν (τον σβώλο) να τον προσέχουν. Εκείνων όμως το μυαλό ξεχάστηκε, και τώρα στο άφθαρτο νησί έχει χυθεί, πρίν την ώρα του, το σπέρμα της πλατιάς Λιβύης.

Διότι, αν είχε φτάσει αυτός (ο σβώλος) στην πατρίδα, κοντά στο γήινο στόμιο (σπηλιά) του Άδη, θα ερχόταν ο Εύφημος στην ιερή Ταίναρο, βασιλιάς, γιός του Ποσειδώνα που τιθάσευσε το άλογο, εκείνος που κάποτε γέννησε η Ευρώπη, κόρη του Τιτυού, κοντά στις όχθες του Κηφισού. Και, τέσσερις γενιές μετά, το αίμα του μαζί με τους Δαναούς (Πελοποννήσιους) θα καταλάμβαναν εκείνη την ευρεία ήπειρο. Γιατί τότε, θα έκαναν μεγάλο ξεσηκωμό και θα μετανάστευαν, οι (κάτοικοι) της Σπάρτης, του κόλπου του Άργους και των Μυκηνών. 

Ενώ τώρα, στα κρεβάτια των ξένων γυναικών θα αναζητήσει τους εκλεκτούς απογόνους, οι οποίοι μαζί με την τιμή των θεών, θα έλθουν σε αυτό το νησί για να γεννήσουν άνδρα που θα γίνει κυβερνήτης των πεδιάδων που σκεπάζονται από σύννεφα.

Σε εκείνον (τον Βάττο), ο Απόλλωνας θα υπενθυμίσει τον χρησμό στον ναό που είναι γεμάτος χρυσό, όταν θα εισέλθει στο πυθικό ναό, μετά από χρόνια, οδηγώντας τα πλοία με πολλούς άνδρες στον πλούσιο ναό του Δία στο Νείλο.''

Έτσι μίλησε η σειρά από λόγια της Μήδειας. Ζάρωσαν ακίνητοι σε σιωπή οι ισόθεοι ήρωες, ακούγοντας το σοφό σχέδιο της.

(Ο Πίνδαρος πρός τον Βάττο, οικιστή της Κυρήνης)

Στίχ. 62 Ω, ευτυχισμένε γιέ του Πολύμνηστου, εσένα εξύψωσε μέσα από αυτό το λόγο (της Μήδειας) ο χρησμός της δελφικής μέλισσας (Πυθίας) με αυθόρμητη κραυγή. Εκείνη σε εσένα τρίς φορές χαιρέτισε,και σε φανέρωσε προορισμένο για βασιλιά της Κυρήνης- πήγες να ρωτήσεις ποιά είναι η αποζημίωσή σου από τους θεούς για την τραυλή φωνή.

Και να, που ακόμα και τώρα, όπως η ακμή της άνοιξης με τα κόκκινα άνθη, όγδοο μέλος (ανάμεσα) σε αυτά τα παιδιά, ανθίζει ο Αρκεσίλαος. Σε αυτόν (τον Αρκεσίλαο) έδωσε ο Απόλλων και η Πυθώ, τιμή, από τους αμφικτύονες (αξιωματούχους των αμφικτυονιών) για την αρματοδρομία με άλογα. Εγώ αυτόν θα τον παραδώσω στις Μούσες (τιμητικά) μαζί και το ολόχρυσο μαλλί του κριαριού. Διότι, αφού έπλευσαν για εκείνο (το μαλλί του κριαριού) οι Μινύες (Αργοναύτες), φυτεύθηκαν τιμές, σταλμένες από τους θεούς, για αυτούς.

(Η αναγνώριση του Ιάσονα)

Στίχ. 70 Ποιά λοιπόν αρχή ναυτικού ταξιδιού τους περίμενε; Ποιός σκληρός (αδάμαστος) κίνδυνος τους έδενε με δυνατά καρφιά; Ήταν προκαθορισμένο για τον Πελία να πεθάνει από τους λαμπρούς Αιολίδες, είτε από τα χέρια τους είτε από τις άκαμπτες αποφάσεις τους. 

Ήλθε σε αυτόν (τον Πελία) κρύα μαντεία για την πονηρή καρδιά του, η οποία (μαντεία) λέχθηκε κοντά στον ομφαλό (μέση) της μητέρας με τα δέντρα (της Γής)- από τον μονοσάνδαλο άνδρα, να φυλάγεται καλά με κάθε τρόπο, όταν αυτός (ο άνδρας) φτάσει από τα ψηλά μέρη (όρος Πήλιο) στην περίοπτη χώρα της ένδοξης Ιωλκού, είτε είναι ξένος είτε πολίτης.

Εκείνος βέβαια, με τον καιρό, έφθασε, με δύο δόρατα, εκθαμβωτικός με δύο ειδών χιτώνες, η ντόπια ενδυμασία της Μαγνησίας, η οποία ταίριαζε με τα θαυμάσια μέλη του.  Γύρω του το δέρμα λεοπάρδαλης τον σκέπαζε από τις βροχές που προκαλούν ρίγος, τα μαλλιά του δεν είχαν χαθεί αφού κόπηκαν, αλλά πάνω σε όλη την πλάτη του κυμάτιζαν λαμπερές τούφες.

Γρήγορα έφτασε κατευθείαν (ευθύς), και στάθηκε δοκιμάζοντας το θάρρος του, ατρόμητος στην αγορά όπου υπήρχε πλήθος λαού. Αυτόν, δεν τον γνώριζαν. Από εκείνους που τον κοίταζαν με δέος, κάποιος του είπε και αυτό: 

''Δεν είναι αυτός ο Απόλλων μάλλον, ούτε είναι ο οπλισμένος με χάλκινα όπλα εραστής (ή σύζυγος) της Αφροδίτης, ενώ λένε οτι στη Νάξο πέθαναν τα λαμπρά παιδιά της Ιφιμέδειας, ο Ώτος και εσύ, ο θαρραλέος βασιλιάς Εφιάλτης. Και βέβαια τον γρήγορο Τιτυό, τον σκότωσε το βέλος της Άρτεμης, σέρνοντάς τον από την ανίκητη φαρέτρα της, για να επιθυμεί κανείς να αγγίζει, έρωτες που είναι εφικτοί.''

Αυτά έλεγαν ο ένας απαντώντας στον άλλο. Ενώ ο Πελίας έφθασε τρέχοντας βιαστικά, πάνω στην γυαλισμένη άμαξα με τα μουλάρια. Αμέσως σάστισε, βλέποντας εμφανές σανδάλι μόνο γύρω από το δεξί πόδι. Κρύβοντας όμως τον φόβο στην καρδιά του, του απευθύνθηκε:

''Ποιά χώρα ξένε, δηλώνεις να είναι πατρίδα σου; Και ποιά, από τους ανθρώπους που γεννήθηκαν στη γή, σε έβγαλε από την σεβαστή κοιλιά της; Πές μου την καταγωγή σου, χωρίς να την βεβηλώσεις με μισητά ψέμματα.''

Και αυτός έτσι απάντησε, με ευγενικά λόγια, έχοντας θάρρος:

''Δηλώνω οτι έχω την διδασκαλία του Χείρωνα. Από την σπηλιά του (το άντρο του) έρχομαι, κοντά στην Χαρικλώ και την Φιλύρα, καθότι με μεγάλωσαν οι αγνές κόρες του Κενταύρου. Έχοντας συμπληρώσει 20 χρόνια, όπου δεν είπα ούτε λόγο, ούτε (έπραξα) έργο ανέντιμο προς εκείνους, γύρισα στο σπίτι μου, για να παραλάβω (συλλέξω) το αρχαίο δικαίωμα (τιμή) στην βασιλική εξουσία του πατέρα μου, η οποία (ασκείται τώρα) όχι με κατάλληλο τρόπο, και την οποία Δίας κάποτε χορήγησε στον Αίολο, κυβερνήτη των λαών και στους απογόνους.

Γιατί έμαθα οτι ο άνομος Πελίας, με ψυχρά λόγια λήστευσε τους δικούς μου γονείς βίαια, οι οποίοι είχαν τα δικαιώματα εξ'αρχής.
Εκείνοι (οι γονείς), όταν είδα το πρώτο φώς, φοβούμενοι την αλαζονεία του υπερόπτη άρχοντα, προκάλεσαν σκοτεινό πένθος στο σκοτεινό σπίτι (τα δώματα), ανάμεικτο με θρήνους γυναικών, σαν να είχα πεθάνει, και με έστειλαν κρυφά μέσα σε πορφυρά σπάργανα, αφού μοιράστηκαν με την (ή αφού ανακοινώσαν στην) νύχτα το ταξίδι μου, με έδωσαν δέ στον Χείρωνα, γιό του Κρόνου για να (με) αναθρέψει.

Αλλά γνωρίζετε καλά τα κύρια σημεία αυτής της εξιστόρησης. Πείτε μου ξεκάθαρα, αγαπητοί πολίτες, (πού είναι) το σπίτι των προγόνων μου, που είχαν λευκά άλογα; Γιατί είμαι ο ντόπιος γιός του Αίσονα, δεν ήρθα σε άλλων την ξένη χώρα.

Το θεϊκό τέρας, όταν με φώναζε, με αποκαλούσε Ιάσονα.''

Έτσι μίλησε (ο Ιάσων). Και ενώ αυτός έμπαινε, τον γνώρισαν τα μάτια του πατέρα του. Από τα γερασμένα βλέφαρά του, ξεχύθηκαν δάκρυα, και ευφράνθηκε η ψυχή του, βλέποντας έναν εξαίρετο απόγονο, τον καλύτερο ανάμεσα στους άνδρες.

Και οι αδελφοί του, και οι δύο, ήλθαν (μαθαίνοντας) την είδηση για εκείνον. Αφ'ενός ο Φέρητας, αφού εγκατέλλειψε την κρήνη της Υπερηίδας εκεί κοντά, μετά ο Αμυθάων από την Μεσσήνη, και γρήγορα ήλθε ο Μελάμποδας και ο Άδμητος, με φιλική διάθεση προς τον ξάδελφό τους. 

Στην μοιρασιά στο τραπέζι, αφού τους υποδέχτηκε με ήπια λόγια ο Ιάσων, και αφού ετοίμασε όσα πρέπει για τους φιλοξενούμενους, εξάντλησε κάθε απόλαυση, αποκομίζοντας το ιερό άνθος της ευζωίας για πέντε ολόκληρες μέρες και νύχτες.

(Η διεκδίκηση του Ιάσονα)

Αλλά την έκτη μέρα, λέγοντας όλη την ιστορία του από την αρχή με σπουδή (επιμέλεια), ανακοίνωσε στους συγγενείς του και εκείνοι τον ακολούθησαν. Ξαφνικά, σηκώθηκε (πήδησε) από το κάθισμα μαζί με εκείνους, και ήλθε στην αίθουσα του Πελία.

Όρμησαν μέσα. Εκείνος (ο Πελίας) αφού τους άκουσε, τους υποδέχτηκε ο ίδιος, ο γιός της Τυρώς με τις όμορφες πλεξίδες.
Ο δέ Ιάσων, στάζοντας γλυκιές κουβέντες με ήπια φωνή, έβαλε βάση με σοφά λόγια:

''Γιέ του Πετραίου Ποσειδώνα, τα μυαλά των ανθρώπων είναι γρηγορότερα όταν υμνούν το δόλιο κέρδος που ξεπερνά το δίκαιο,
όμως κινούνται προς δύσκολα μεθεόρτια. Ωστόσο πρέπει εγώ και εσύ να υφάνουμε την υπόλοιπη ευτυχία μας, ελέγχοντας τα πάθη μας με δικαιοσύνη

Μιλάω σε εσένα που γνωρίζεις. Μια αγελάδα ήταν η μητέρα του Κρηθέα και του Σαλμωνέα ο οποίος είχε θαρραλέο νού, ώς τρίτη γενιά (σπορά) εμείς πάλι βλέπουμε την χρυσή δύναμη του ήλιου.
Οι Μοίρες απομακρύνονται (αποχωρούν) όταν κάποια έχθρα έρχεται για να εξαφανίσει την ντροπή των συγγενών. Δεν πρέπει τώρα, με ξίφη χτυπημένα με χαλκό και με ακόντια να κόψουμε την μεγάλη τιμή των προγόνων μας. 

Καθώς, τα πρόβατα και τα ξανθοκόκκινα κοπάδια βοδιών, σου τα αφήνω εγώ, και όλα τα κτήματα τα οποία απέσπασες από τους γονείς μου και διαχειρίζεσαι τώρα για να αυξήσεις τον πλούτο σου. Και δεν με πειράζει που προσφέρω όλα αυτά, υπερβολικά, στον οίκο σου, όμως (με πειράζει) το σκήπτρο της μοναρχίας και ο θρόνος, τον οποίο κάποτε ο γιός του Κρηθέα εγκαθιδρύοντας, όριζε δίκαια τις φυλές των ιππέων. Αυτά, χωρίς κοινή ενόχληση (δυσαρέσκεια), παράδωσέ τα, για να μην ξεσηκωθεί κανένα νεότερο κακό σε εμάς εξαιτίας τους.''

Έτσι μίλησε- με μαλακή φωνή απάντησε και ο Πελίας.

''Θα είμαι τέτοιος. Όμως η γερασμένη εποχή της ηλικίας μου, με περικυκλώνει. Ενώ εσένα το άνθος της εφηβείας σου μόλις σε ανεβάζει στην κορυφή (του κύματος), έχεις την δύναμη να κατευνάσεις (αναστείλεις) τον θυμό των θνητών. 

Διότι, ο Φρίξος μας προστάζει (παραγγέλνει) να επιστραφεί η ψυχή του και πηγαίνοντας στο δωμάτιο του Αιήτη, να φέρουμε το δέρμα του κριαριού με το πυκνό μαλλί. Του οποίου (η ψυχή) δραπέτευσε κάποτε στην θάλασσα, από τα ανίερα (αθεόφοβα) βέλη της μητριάς του. Αυτά μου λέει το θαυμαστό όνειρο, που έρχεται σε εμένα. 

Έχω πάει να ζητήσω χρησμό στην Κασταλία, πώς μπορεί να εξεταστεί (διερευνηθεί) αυτό. Και αμέσως με παροτρύνει (καθοδηγεί) να ετοιμάσω αποστολή (πομπή) με πλοία.

Εκτέλεσε αυτή τη δοκιμασία με την θέλησή σου, και σου ορκίζομαι οτι θα σου μεταβιβάσω την μοναρχία και την βασιλεία. Δυνατός όρκος μεταξύ μας, ας γίνει μάρτυρας ο Δίας, γενάρχης και των δύο μας.''

 (Προετοιμασίες της εκστρατείας)

 Αφού ενέκριναν αυτή τη διευθέτηση, οι μέν αποχώρησαν. Όμως ο Ιάσονας ήδη κινητοποιούσε τους κήρυκες, να ανακοινώσουν (φανερώσουν) παντού το επικείμενο ταξίδι. 


Αμέσως έφτασαν τρείς γιοί του Δία, ακούραστοι στη μάχη, της Αλκμήνης και της Λήδας με τα γυριστά βλέφαρα οι δίδυμοι άνδρες με τις υψηλές χαίτες, οι απόγονοι του Ποσειδώνα που σέβονται στην δύναμή τους από την Πύλο και από το ακρωτήριο Ταίναρο- εκείνων η ευγενική δόξα ολοκληρώθηκε με τον δικό σου Εύφημο, δυνατέ (σθεναρέ) Περικλύμενε. Και από τον Απόλλωνα ήρθε ο περίφημος (δοξασμένος, παινεμένος) Ορφέας, πατέρας των τραγουδιστών που παίζει φόρμιγγα. 

Έστειλε δε και ο Ερμής με το χρυσό ραβδί, τους δίδυμους γιούς του στον συνεχή (ακατάπαυστο) κόπο (αγώνα), οι οποίοι έσφυζαν από την εφηβεία, τον μεν Εχίονα, τον δε Έρυτο. Γρήγοροι, πήγαν να κατοικήσουν στους πρόποδες του Παγγαίου. Και, με την θέλησή του και με εύθυμη καρδιά, γρήγορα ετοίμασε (εξόπλισε) ο βασιλιάς των ανέμων τον Ζήτη και τον Κάλαϊ, ο πατέρας Βορέας, άνδρες των οποίων οι πλάτες πάλλονταν από κόκκινα φτερά γύρω.

Η Ήρα άναψε στους ημίθεους τον γλυκό πόθο που πείθει τους πάντες, για το καράβι Αργώ, ώστε κανένας τους να μην μείνει πίσω, περνώντας (ωριμάζοντας) ακίνδυνη ζωή κοντά στην μητέρα. Αλλά, ακόμα και με το θάνατο, να ανακαλύψει μαζί με τους άλλους συνομίληκες, το καλύτερο φάρμακο (μέσον) για τα δικά του αγαθά.

(Το ταξίδι των Αργοναυτών)

 Όταν κατέβηκαν στην Ιωλκό, οι κορυφαίοι (το άνθος) από τους ναύτες, ο Ιάσων μίλησε σε όλους και τους επαίνεσε. Και ο μάντης Μόψος, ανέβασε (έστειλε) τον στρατό πρόθυμος, αφού προφήτευσε με ιερά πουλιά και κλήρους. 

Όταν σήκωσαν τις άγκυρες πάνω από το έμβολο (του πλοίου), ο αρχηγός (καπετάνιος) αφού πήρε στα χέρια του μια χρυσή λεκάνη (δοχείο), πάνω στην πρύμνη, επικαλέστηκε τον Δία, πατέρα των Ουρανιδών, που κρατά ώς δόρυ τον κεραυνό, (για να του δώσει) (α') ανέμους που οδηγούν γρήγορα, (β') χτυπήματα (παφλασμούς) των κυμάτων, (γ') ήρεμη πορεία στην θάλασσα τις νύχτες και τις ημέρες, (δ) και ευοίωνη (φιλική) τύχη στην επιστροφή τους. 

 Από τα σύννεφα του απάντησε η καλότυχη φωνή της βροντής και έφτασαν λαμπερές ακτίνες που ξέσπασαν από την αστραπή. Οι ήρωες κράτησαν την αναπνοή τους, βεβαιωμένοι για τα σημάδια του θεού.

Ο μάντης (τερατοσκόπος) τους πρόσταξε να ρίξουν τα κουπιά, με άφοβες ελπίδες. Η κωπηλασία ξεκίνησε κάτω από τις γρήγορες παλάμες τους, ακόρεστα (αχόρταγα).

Ήλθαν αύρες (ρεύματα) σταλμένες από το Νότιο άνεμο, στο στόμα του Ευξείνου πόντου, εκεί όπου ήταν εγκατεστημένος ένας ιερός (αγνός, αβεβήλωτος) ναός του θαλάσσιου Ποσειδώνα. Υπήρχε αγέλη από κοκκινωπούς Θρακικούς ταύρους, και νεόκτιστο κοίλωμα στον βωμό, φτιαγμένο από πέτρες. Έχοντας φτάσει σε μεγάλο κίνδυνο, ικέτευαν τον Κύριο (Δεσπότη) των καραβιών, ώστε να αποφύγουν την ακαταμάχητη (ακατάσχετη) κίνηση των Συμπληγάδων Πετρών.

Γιατί και οι δύο ήταν ζωντανές, και περιστρέφονταν πιο γρήγορα απ'ό,τι σειρές ανέμων που βροντούν δυνατά. Όμως ήδη εκείνο το ταξίδι των ημίθεων έφτασε στο τέλος για αυτούς. 

(Ο Ιάσων στην χώρα του Αιήτη)


 Ύστερα ήλθαν στον Φάση (ποταμό), όπου αναμείχθηκαν σε βίαιη μάχη με τους μελαμψούς (μελαχρινούς) Κόλχους, παρουσία του Αιήτη. Αλλά η δέσποινα (κυρίαρχη) των κοφτερών (αιχμηρών) βελών από τον Όλυμπο, η Κυπρογένεια (Αφροδίτη), δέντοντας την πολύχρωμη ίυγγα με τις τέσσερις ακτίνες, πάνω στον ακατάλυτο τροχό, πρώτα έφερε το αγριεμένο (μαινόμενο) πουλί στους ανθρώπους, μετά δε δίδαξε στον γιό του Αίσονα (τον Ιάσονα) τις προσευχές και τα ξόρκια (μάγια). Διότι αφαίρεσε από την Μήδεια τον σεβασμό για τους γονείς της (ο Ιάσων) και η ποθητή Ελλάδα την συγκινεί, ενώ καίγεται ο νούς της από την μάστιγα της Πειθώς. Και αμέσως δοκίμασε να φανερώσει (δείξει) τα αποτελέσματα στον πατέρα της: προσφέροντάς του φάρμακο, ώς αντίδοτο στον επίμονο (σταθερό) πόνο, μαζί με λάδι, του το έδωσε για να αλειφθεί. Και, συμφώνησαν (η Μήδεια και ο Ιάσων) να ενωθούν μεταξύ τους από κοινού, με γλυκό γάμο.

Όμως ο Αιήτης, έσπρωξε (πίεσε) ανάμεσά τους, το αδάμαστο άροτρο και τα βόδια, τα οποία από τα ξανθά σαγόνια τους, εξέπνεαν φλόγα από φωτιά που καίει, ενώ με τις χάλκινες οπλές τους έσκαβαν τη γή με την σειρά του το καθένα, αυτά ο ίδιος (ο Αιήτης) οδηγώντας τα, τα έφερε κοντά μόνος του με ζυγό. 
Προχωρούσε τραβώντας (εκτείνοντας) ίσια αυλάκια, και έσχιζε την πλάτη της χωμάτινης (λασπώδους) γής, σε βάθος μιας οργυιάς. Και είπε τότε εκείνος:

''Αυτή την εργασία, ο βασιλιάς που κυβερνά το καράβι, αν την ολοκληρώσει για μένα, ας λάβει το άφθαρτο στρώμα, και την προβιά η οποία λάμπει από χρυσό τρίχωμα.''

Αφού το είπε αυτό (ο Αιήτης), ο Ιάσων πετώντας το ρούχο του, που είχε το χρώμα του κρόκου, πιστός (πιστεύοντας) στο θεό, ανέλαβε το έργο. Η φωτιά δεν τον κατέβαλλε (εμπόδισε) χάρη στις οδηγίες της ξένης γυναίκας, που ήταν ικανή στα φάρμακα.

Και αφού έσυρε το άροτρο, αφού έδεσε τους λαιμούς (αυχένες) των βοδιών με πρόχειρα (εξ ανάγκης) εργαλεία (μέσα), και αφού έμπηξε (πέρασε) γύρω από τα δυνατά πλευρά (μέλη) ένα σταθερό βούκεντρο, εκπλήρωσε (δούλεψε) ο δυνατός άνδρας την απόσταση (μέτρα) που του ανατέθηκε (επιβλήθηκε).

 Ευχαριστημένος ο Αιήτης, κραύγασε με άναρθρη αγωνία, πόση ήταν η δύναμή του (Ιάσονα). Μπροστά σε αυτό τον ισχυρό άνδρα, οι σύντροφοι άπλωναν τα φιλικά τους χέρια, και του έριχναν στεφάνια από φυτά, και εκδήλωναν την αγάπη τους με τρυφερά (ήπια, μαλακά) λόγια.

 Αμέσως ο θαυμαστός γιός του Ήλιου (ο Αιήτης) μίλησε για το λαμπρό δέρμα, πού (σε ποιό μέρος) το τέντώσαν (άπλωσαν) τα μαχαίρια του Φρίξου. Ήλπιζε οτι καθόλου δεν θα κατάφερνε εκείνος να κάνει τον κόπο (δοκιμασία). Διότι βρίσκεται τοποθετημένο (το δέρμα) σε δάσος και έχει (κοντά) δράκοντα με σαγόνια βιαιότατα, ο οποίος σε πάχος και σε μήκος υπερισχύει καραβιού με πενήντα κωπηλάτες, που έχει φτιαχτεί με πληγές από σίδερο. Είναι μακριά, κατά τη γνώμη μου, για να επιστρέψεις ταξιδεύοντας με άμαξα.  Διότι ο χρόνος πιέζει, και ξέρω κάποιο σύντομο μονοπάτι. Και πολλούς άλλους σοφούς (ικανούς) οδηγώ (μαζί μου). 

Σκότωσε (ο Ιάσων) το φίδι με τα γκριζογάλανα μάτια που είχε πολύχρωμη πλάτη, με τεχνάσματα, ω Αρκεσίλαε, και άρπαξε -με τη βοήθειά της- τη Μήδεια, την φόνισσα του Πελία. 

(Η στάση του Ιάσονα στη Λήμνο)

Στιχ. 251 Έσμιξαν (συνάντησαν, ήρθαν σε επαφή) με τις υγρές εκτάσεις (πελάγη) του Ωκεανού και με την Ερυθρά Θάλασσα και την φυλή των Λημνίων γυναικών που σκότωσαν τους άνδρες τους, όπου σε αγώνες επέδειξαν την δύναμη των άκρων τους, με τρόπαιο ένα ρούχο γύρω τους και κοιμήθηκαν μαζί με αυτές (τις Λήμνιες γυναίκες).

Και σε ξένες χώρες, με αυτό τον τρόπο, δέχτηκαν μοιραία οι μέρες και οι νύχτες, το σπέρμα της δικής σας λαμπρής (ακτινοβόλου) ευδαιμονίας. Καθότι, η γενιά του Ευφήμου αφού φυτεύθηκε, συντελέστηκε να να παραμείνει για πάντα. Και αφού αναμίχθηκαν με τους Σπαρτιάτες και συνήθισαν τα μέρη (κατοικίες) τους, αποίκησαν μαζί μετά από χρόνια, το νησί που κάποτε λεγόταν ''Καλλίστη''. Από εκεί, ο γιός της Λητώς (Απόλλων), προσέφερε (έδωσε, εξασφάλισε) σε εσένα την πεδιάδα της Λιβύης για να σε πλουτίσει, σύμφωνα με την εύνοια των θεών, και σου έδωσε την θεία πόλη της Κυρήνης με τον χρυσό θρόνο, που βρέθηκε χάρη στην σωστά αποφασισμένη (συνετή) σοφία. 

(Το αίτημα του εξόριστου Δημόφιλου)

Μάθε τώρα και την πονηριά (σοφία) του Οιδίποδα- άν κάποιος με κοφτερό πέλεκυ ρίξει κάτω κλαδιά από μεγάλη βελανιδιά και μειώσει (καταστρέψει, σπιλώσει) τη θαυμαστή μορφή της, ακόμα κι αν βγάλει λίγους καρπούς, δίνει κρίση για τον εαυτό της. Ακόμα και στο τέλος της (της βελανιδιάς), προέρχεται από αυτήν η χειμωνιάτικη φωτιά. Ή όταν στέκεται (η βελανιδιά) μέσω των όρθιων κολώνων (δοτική οργανική!), για τον κύριο. Κουβαλά έναν δυστυχή μόχθο, μέσα στα τείχη ξένης (άλλης) πόλης, έχοντας αφήσει τη δική της θέση έρημη. (υποκείμενο: η βελανιδιά, αλλά στην πραγματικότητα ο Δημόφιλος)

Εσύ είσαι όμως ο πιο κατάλληλος γιατρός (θεραπευτής) και ο Παιάνας σε τιμά με φώς (ιαματικό). Πρέπει απλώνοντας απαλό χέρι, να εξετάσεις το τραύμα από την πληγή. Διότι είναι εύκολο να ταρακουνηθεί (σειστεί) η πόλη και από τους πιο αδύναμους. Όμως για να επανέλθει είναι δύσκολος αγώνας, αν ξαφνικά ένας θεός δεν γίνει κυβερνήτης του άρχοντα. Για εσένα (που έχεις την πόλη) υφαίνουν οι χάριτες (οι χάρες). Έχε την ψυχή (το κουράγιο, τη δύναμη) για να εναποθέσεις όλο σου το ζήλο (μέριμνα) γύρω από την ευτυχή (ευλογημένη) Κυρήνη.

Από τα λόγια του Ομήρου αυτό καταθέτοντας (τοποθετώντας) θα παρουσιάσω: ο ευγενικός αγγελιαφόρος, είπε, μεταφέρει μεγάλη τιμή σε κάθε του υπηρεσία (κάθε πράγμα). Και η Μούσα γίνεται σπουδαιότερη, μέσα από τις σωστές αναγγελίες (ειδήσεις). 

Η Κυρήνη και το ενδοξότατο ανάκτορο του Βάττου, γνώρισαν τον δίκαιο νού (τα συνετά φρένα) του Δημόφιλου. Εκείνος βέβαια, νεαρός ανάμεσα στα παιδιά και μεγάλος στις αποφάσεις, που έχει συμπληρώσει (επιτύχει) εκατονταετή ζωή, εγκαταλλείπει την κακή γλώσσα και την φωτεινή (φαεινή, απαστράπτουσα) φωνή, έμαθε να μισεί τον αλαζόνα (βίαιο), να μην μάχεται εναντίον (αντιμάχεται) των ευγενών, επιμηκύνοντας (τραβώντας) το τέλος κάθε πράγματος. Διότι ο χρόνος έχει σύντομο μέτρο (διάστημα, διάρκεια) για τους ανθρώπους - κι αυτός το ξέρει καλά. Και αυτόν (τον χρόνο) τον ακολουθεί ώς υπηρέτης, όχι ώς δραπέτης (φυγάς). 

Λέν, οτι αυτό είναι το πιο οδυνηρό: το να γνωρίζεις τι είναι σωστό, αλλά να έχεις τα πόδια σου απ'έξω, εξαιτίας της ανάγκης. 
Και πράγματι, εκείνος (ο Δημόφιλος), όπως ο Άτλαντας, αγωνίζεται (παλεύει) με τον ουρανό, μακριά από την πατρική γή και τα κτήματά του. Όμως ο αθάνατος Δίας, έλυσε (ελευθέρωσε) τους Τιτάνες- διότι μετά από καιρό, όταν κωπάζει (παύει, σταματά) ο άνεμος, αλλάζουν τα πανιά. Αλλά εύχεται, όταν εξαντληθεί αυτή η καταραμένη θλίψη, να δεί το σπίτι του. 

Κοντά στην πηγή (κρήνη) του Απόλλωνα, συμμετέχοντας (παρακολουθώντας) τα συμπόσια, να παραδόσει την καρδιά του στις νεανικές (χαρές). Και ανάμεσα στους σοφούς συμπολίτες του, κρατώντας την περίτεχνη λύρα, να επιφέρει (να αγγίξει) την ειρήνη (γαλήνη), ούτε φέρνοντας συμφορές σε κανέναν από αυτούς, ούτε υποφέροντας (παθαίνοντας) από τους πολίτες.

Και θα μπορεί να πεί (εξιστορήσει) ποιάν, Αρκεσίλαε, πηγή από λόγια αμβροσίας (θεϊκά), βρήκε, όταν πρόσφατα πήγε ώς ξένος στην Θήβα. 

***













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου